κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… … Dictionary of Greek
κοτέω — κοτάω pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) κοτάω pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) κοτέω bear pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) κοτέω bear pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοτηότα — κοτέω bear perf part act neut nom/voc/acc pl κοτέω bear perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτέσσεται — κοτέω bear aor subj mid 3rd sg (epic) κοτέω bear fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτέσω — κοτέω bear aor subj act 1st sg (epic) κοτέω bear aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτέσῃ — κοτέω bear aor subj mid 2nd sg (epic) κοτέω bear aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοτηότε — κοτέω bear perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοτηότες — κοτέω bear perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκοτηότι — κοτέω bear perf part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτεσσαμένη — κοτέω bear aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτεσσαμένης — κοτέω bear aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)